- σκιουρόμορφα
- τα, Νζωολ. υπόταξη τρωκτικών θηλαστικών με 50 γένη και 260 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciuromorpha (< σκίουρος + μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek